- ταυροκράτης
- ταυρο-κράτης, ὁ,A gloss on Γάνδαρος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταυροκράτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ινδούς) «Γάνδαρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κράτης (< κρατῶ)] … Dictionary of Greek
GANDARA — gens Indorum, pop. Gandarii dicuntur, et regio Gandarica. Steph. A fortitudinesic dicti videntur. Hesych. Γάνδαρος ὁ Ταυροκράτης παῤ λ᾿νδοῖς. Nescio quare Gandaros cornutos faciat Salmas. legendo Ταυροκέρατος. Gandaros an taurum olim Indis… … Hofmann J. Lexicon universale
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek